- ἀλίκμητος
- ἀλίκμητος, ον,A not winnowed,
ἄχυρα Aq.
Sm. Thd.Is.30.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄχυρα Aq.
Sm. Thd.Is.30.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
ἁλικμήτοιο — ἀλικμήτοιο , ἀλίκμητος not winnowed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)